Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

γραφίτης

Πού πάνε οι λέξεις όταν πέφτουν; 
Στο περιθώριο της σελίδας, με μολύβι, εύθραυστο αχνό μολύβι, η ψευδαίσθηση της αναστρεψιμότητας, μικρές λεξούλες σημειωμένες. Και μερικές υπογραμμίσεις. Και κυκλάκια. Και συνειρμοί. Πάνω στο κείμενο, μέσα στο κείμενο, πέρα από το κείμενο, νέοι συνειρμοί. Δευτερογενείς. Πότε τελειώνει το βιβλίο; Με ρώτησες ένα πρωί, όμως δεν ήξερα τι να σου πω. Στον καθρέφτη, φαντάστηκα πως σε κοίταζα, μα ήταν μόνο μια αντανάκλαση. Κάθε φορά που το διαβάζεις, το γράφεις ξανά. Γράφεις επάνω του, πάνω στις λέξεις. Και τότε, λίγο τσακίζεις τη σελίδα, στην άκρη της γωνίας, αμυδρά, ανεπαίσθητα. Αφήνεις ίχνη, σημάδια. Με την ελπίδα. Με την προσδοκία. Με τη χαρά της ανακάλυψης.
Και οι λέξεις πέφτουν, απαλά, από την άκρη του μολυβιού, ασυνάρτητη ύλη που αγγίζει το χαρτί. Τη σελίδα του βιβλίου, αυτήν τη λίγο τσακισμένη. Κι εκεί προσγειώνονται, περιμένουν, φυτεμένες σαν δέντρα, ριζωμένες στο σημείο που γι' αυτές προπαποφασίστηκε. Στη δεύτερη επίσκεψη, στην τρίτη, δεν έχουν ποτέ το ίδιο νόημα. Είναι εκεί, μα είναι απούσες. Δεν παραπέμπουν πια στον ίδιο συνειρμό, μόνο παράγουν άλλους. Καινούριους, πολλαπλάσιους. Κι είναι ακριβώς εκεί που μπορώ να σε ρωτήσω, κοιτώντας μέσα από τον ίδιο καθρέφτη, μα τώρα πια σε άλλη χώρα. Τελειώνει το βιβλίο; 
Ξανά και ξανά και ξανά, μέσα από τον καθρέφτη, μέσα μου κοιτάζεις, και με ρωτάς με ύφος παιδιού που ξύπνησε στις πρωινές ηλιαχτίδες. Δέσμη φωτός, και βροχή οι λέξεις πέφτουν.