Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

όταν ήμουνα μεγάλη...


για τα δύο μικρά μου αστεράκια

-Όταν γίνω μεγάλη και εσείς θα γίνετε μικροί, θα σας π(ρ)οσέχω εγώ και θα σας βάζω για ύπνο.
-Α, θα γίνουμε μικροί;
-Ναι.
-Ποιός θα γίνει μικρός;
-Η μαμά κι ο μπαμπάς, που είναι τώρα μεγάλοι.
-Κι εγώ;
-Ε, εσύ, τίποτα, γιατί είσαι λίγο μεγάλη και λίγο μικρή.
-Α.
-Και ξέρεις, όταν ήμουνα μεγάλη και πήγαινα τρίτη δημοτικού, είχα μια φιλενάδα που μου είπε...

Αλήθεια, γλυκειά μου, ήσουν κάποτε μεγάλη. Και ζούσες ευτυχισμένη σε ένα σπίτι με κήπο, και είχες τρία παιδάκια, και μετά πήγες στο πανεπιστήμιο και έκανες διπλωματική, και μετά είχες ένα ποδήλατο και έκανες βόλτες με τους φίλους σου, και πήγαινες διακοπές και μετά διάβαζες πολύ και μετά πήγες και στο νηπιαγωγείο και έγινες μικρούλα.

Έχει πλάκα αυτή η θεώρηση του χρόνου. Μέσα σε ένα απέραντο χωροχρονικό τοπίο, η ζωή κινείται ελεύθερα, με άνεση, και μπορεί να μεταφέρεται απροειδοποίητα από το ένα στιγμιότυπο στο άλλο, από το παιδικό παιχνίδι στη νεανική παρέα, από εκεί ξανά πίσω στην κούνια, κι ύστερα στα σχολικά θρανία, κι έπειτα στην ενήλικη σοβαροφάνεια της δουλειάς, στο σκίρτημα του πρώτου ραντεβού και στα εγγονάκια με τα γυαλιστερά τους μάτια. Έτσι, δεν υπάρχει μέλλον, ούτε παρελθόν. Όλα τα στιγμιότυπα του εαυτού μας, ζουν ανάμεσά μας, συνεχώς. Υπάρχει μόλις ένα απέραντο παρόν, με άπειρες δυνατότητες.

Άπειρες δυνατότητες, άπειρες μορφές ύπαρξης, άπειρες πιθανές εκδοχές της μιας και μόνης ζωής. Ο γραμμικός χρόνος εξαλείφεται και αμέτρητοι δρόμοι ανοίγονται, μπροστά και πίσω, προς όλες τις κατευθύνσεις. Όταν είσαι μικρούλα, μπορείς να ταξιδέψεις ελεύθερα και να τους περπατήσεις όλους. Μεγαλώνοντας πάλι, μου φαίνεται πως σου αρέσει να φαντάζεσαι πως τα περισσότερα μονοπάτια είναι δύσβατα.

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

αστάθεια


Κάπου, σε μια χώρα μυστική και μακρινή, ήταν μια πόλη στερεωμένη πάνω σε πασσάλους στο νερό. Πάσσαλοι ψηλοί και γέρικοι, σαν ξυλοπόδαρα, έφταναν ως τα σύννεφα, εκεί που μόλις αχνοφαίνονταν οι κορυφογραμμές των βουνών που περιέβαλλαν τη λίμνη. Μια ομίχλη αραιά και θαμπή τύλιγε τα πάντα στο ζεστό της χνώτο, και τα σπίτια πρόβαλλαν και χάνονταν, σαν ακουαρέλες ξεπλυμένες στη βροχή, με σβησμένα, ξέπνοα χρώματα. Τα ξυλοπόδαρα βυθίζονταν αργά στο βυθό της λίμνης, που τα κατάπινε βασανιστικά, θάβοντάς τα στην υγρή του άμμο. Κάθε βήμα σ' αυτήν την πόλη, προκαλούσε μια σειρά αλυσιδωτών κινήσεων, οι ξύλινες πλατφόρμες, υπό το βάρος του βηματισμού, έθεταν σε κίνηση τα ξυλοπόδαρα, ξεκινούσαν μια ταλάντωση που απλωνόταν σταδιακά και συγκρουόταν με ταλαντώσεις άλλων βηματισμών, μέχρι το σύστημα να βρει μια νέα θέση ισορροπίας.
Εκεί, οι κάτοικοι ήξεραν πως κάθε βήμα, κάθε κίνηση, κάθε λέξη, ίσως και κάθε σκέψη, έσερνε πίσω της ένα σωρό αναμπουμπούλες, ανακατωσούρες κι ανακατανομές. Ίσως, απελπισμένοι, προσπαθούσαν να πιαστούν ο ένας από το μανίκι του άλλου, να κρεμαστούν από το κορδόνι ενός παπουτσιού, και να ανέβουν στη στέγη για να φωνάξουν βοήθεια. Μάταια, αφού τριγύρω είχε μόνο βουνοκορφές, ομίχλη και σύννεφα. 

Κάποιο πρωί, ξύπνησες νωχελικά ανάμεσά τους και δειλά προσπάθησες να σηκωθείς. Ψηλαφίζοντας στην υγρή ομίχλη, δοκίμασες να βρεις την έξοδο, μα παραπαίοντας για ώρες πάνω σε κινούμενες πλατφόρμες, μισογκρεμισμένες καμινάδες και θολούς ανθρώπους, βρέθηκες κάτω, να κοιτάζεις τα ήρεμα νερά της λίμνης, με την ανήσυχη αντανάκλαση της ασταθούς πόλης. Χωρίς να το πολυσκεφτείς, έκανες τη βουτιά, μόνο και μόνο για να ανακαλύψεις ότι η έξοδος από εκείνη τη χώρα που νόμιζες μαγική και ανίκητη, περνούσε από το βυθό της λίμνης. Στον πάτο της Αστάθειας, άκουσες, ίσως, τους ήχους της να πάλλονται ξανά, μα είχες ήδη βυθιστεί στην υγρή άμμο.