Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

ετεροχρονισμένα

ψήγματα σκέψεων καλοκαιρινών


Τα νησιά επιπλέουν σαν τεράστια ήρεμα κήτη απάνω στη θάλασσα.

Γυμνές πατούσες, γυμνές ιστορίες.
Βότσαλα, φύκια, ο ήχος της θάλασσας. Εσύ εκεί απέναντι, μου μαγνητίζεις το βλέμμα. Με τυφλώνεις. Πού πας; Το ξέρω πως θα φύγεις. Κάθε σούρουπο τέτοια ώρα φεύγεις μακριά μου. Σε χάνω. Σε κοιτάω, σε νιώθω μα δε σε φτάνω. Παραλύεις τη μέρα, αλλοιώνεις τη στιγμή. Έχουμε ραντεβού, το ξέχασες; Έχουμε ραντεβού, το ξέρεις; Ετοιμάζομαι για σένα. Σε περιμένω ανυπόμονα. Και πριν σε δω ξέρω πως θα τελειώσει. Δε μου φτάνει ο χρόνος. Δε μου φτάνει. Βασανιστικά σε χαζεύω που φεύγεις. Και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ, κάθε μέρα την ίδια ώρα, είναι πόσο όμορφος είσαι. Ομορφιά ζεστή και εύθραυστη. Απρόσιτη. Χρώμα πύρινο, κρυστάλλινες λάμψεις, αντανακλάσεις στο νερό. Όσο φεύγεις μεγαλώνεις. Μεγαλώνεις, ώσπου εξαφανίζεσαι. Βυθίζεσαι.
Είναι η τελευταία φορά που σε βλέπω μέσα σε αυτήν τη γαλήνη. Ίσως έχω άλλη μια ευκαιρία προτού επιστρέψω. Ίσως, αν είμαι τυχερή.

Όμορφα που είναι τα δέντρα.
Περήφανα. Μοιάζουν μόνα, μα δεν είναι. Ψηλά, εκεί, ανάμεσα στα φύλλα, έχουν τις παρέες τους. Τις στιγμές τους τις ιδιαίτερες. Ερωτεύονται, αγαπούν και φιλιούνται. Συζητάνε μέσα στον άνεμο που περνάει εντός τους. Μόνο που μένουν ασάλευτα. Ακλόνητα.

Φεγγάρι, αστέρια, ουρανός.
Εγώ και ο ουρανός Απέραντος. Κάπου εκεί μέσα βρίσκεσαι κι εσύ. Μου λείπεις και σου μιλάω. Σε κοιτάζω. Κλείνω τα μάτια και δακρύζω. Έρχεσαι κοντά μου. Ανεβαίνω ψηλά, ξαναγυρίζω πίσω. Τόσο μακριά μα τόσο κοντά μας τα αστέρια...

Γυμνές πατούσες. Γυμνές ιστορίες.
Καλοκαιρινές. Αλλιώτικες. Παρθένες κι απείραχτες. Μοιάζουμε πιο πολύ όταν φοράμε μόνο τα μαγιό μας. Κάνουμε πέρα όσα εύκολα μας χαρακτηρίζουν και γινόμαστε απλώς εμείς. Εγώ, εσύ, κάποιος άλλος.

Συζητήσεις, μουρμουρητά, γελάκια, παρέα.
Έφυγες πια, βασιλιά μου. Το αχνό σου φως που απέμεινε χαμηλώνει κι αυτό. Χαχανητά. Νιώθω να με πνίγουν μα πρέπει να πάω κοντά τους. Θέλω να πάω κοντά τους. Είμαι πια μακριά σου. Αύριο την ίδια ώρα, χρυσαφένιε βασιλιά μου;

 

Νηφάλιο.
Καθένας μας έχει κι από ένα ταλέντο. Όλοι είμαστε, ας πούμε, καλοί σε κάτι. Μέσα από αυτό ξεδιπλώνεται καλύτερα το εγώ μας, ανοιγόμαστε, γαλάμε, ηρεμούμε, είμαστε πιο "εμείς", χαιρόμαστε, κλαίμε από ανακούφιση. Η φύση αυτού του ταλέντου σε γεννά και σε ορίζει. Είναι ευχή και κατάρα μαζί. Είναι η αύρα σου, είναι οι γέφυρες επικοινωνίας σου.
Έχει ασχολίες μοναχικές και άλλες που τις μοιράζεσαι. Κάποιες σε κάνουν θέαμα και άλλες θεατή. Κάποιες προκαλούν γέλιο, άλλες θλίψη. Σε κάποιες η επικοινωνία είναι άμεση, σε άλλες έμμεση, αργή. Αλληλεπίδραση ίσως να μην υπάρχει εμφανής, είσαι πομπός χωρίς να ξέρεις το δέκτη σου. Ξέρεις μόνο τους πομπούς των μηνυμάτων που έλαβες. Σε άλλες περιπτώσεις, πομπός και δέκτης συνυπάρχουν, δράση και αντίδραση ταυτόχρονη. Ομαδική θεραπεία.
Έχει έτσι ανθρώπους μελαγχολικούς, δραστήριους, ακτινοβόλους, χαρούμενους, ελεύθερους, ήρεμους, εκκεντρικούς, απαρατήρητους. Έχει αυτούς που ζούνε απλώς τις όμορφες στιγμές και τους άλλους που διψάνε για μια στάλα θλίψη. Έχει τα πειραχτήρια και τους πιο σοβαρούς. Έχει αυτούς που ξορκίζουν τη λύπη τους με γέλιο και τους άλλους που την κοιτάνε κατάματα και βυθίζονται απαλά στην αγκαλιά της.
Η φύση σου σ' έχει κάνει να είσαι κάποιος από τους παραπάνω κι έχει ήδη διαλέξει για σένα τον κατάλληλο τρόπο για να σ' ελευθερώσει από τα δεινά που σου πρόσφερε. Το δώρο σου.


Σβήνω απ' την άμμο όλα τα χνάρια
Απόψε που σε κυνηγάνε
Ξέρεις δε φταίνε τα λιοντάρια
Αν μείνουν νηστικά πεινάνε
Αερικό είσαι... Αερικόοοοο...



Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

από πού ήρθες εσύ, στιχάκι;

Δέκα λεύκες πήρα προίκα
Και τ' ασήμι τους
Έγινα το τρέμουλό τους
Και τ' αγρίμι τους


Πέμπτη απόγευμα. Πέμπτη απόγευμα και ξαφνικά μες στη σιωπή της βιασύνης και το άγχος του χρόνου που τρέχει, τις τελευταίες αχτίδες της μέρας, τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων, τη βουή και τις φωνές των ανθρώπων, ένα στιχάκι. Ένα στιχάκι, για χρόνια παραμελημένο. Ένα στιχάκι, ξεκάθαρο και κρυστάλλινο, γεμίζει τα ηχεία του μυαλού μου. Συνοδεύει τα βήματα, δίνει ρυθμό. Ακούγεται πιο δυνατά. Λειτουργεί καθαρτικά, απαλύνει το άγχος, πλημμυρίζει το σούρουπο με μια αίσθηση ηρεμίας και γαλήνης. Πέμπτη απόγευμα. Μέσα στο πλήθος ορθίων στο βαγόνι του μετρό, το στιχάκι δυναμώνει. Σιγοτραγουδάω, προσπαθώντας ασυναίσθητα να μπω πιο βαθιά στο καταφύγιό μου. Σταματάω, δεν είναι σωστό, συνεχίζω να το ακούω μέσα μου κοιτώντας αδιάφορα, ευθεία. Πέμπτη απόγευμα. Επόμενη στάση. Μπαίνει στο βαγόνι μια κοπέλα και στέκεται ακριβώς δίπλα μου. Ακριβώς δίπλα μου. Τεντώνω αυτιά, παρατηρώ επίμονα. Μουρμουράει το ίδιο ακριβώς στιχάκι, κοιτώντας τις μύτες των παπουτσιών. Έχει βρει το καταφύγιό της. Φαίνεται ασφαλής. Πέμπτη απόγευμα. Επόμενη στάση. Κατεβαίνω. Στη μεγάλη λεωφόρο, το αχνό κοκκινωπό ημίφως του δειλινού κι ένα ελαφρύ παιχνιδιάρικο αεράκι. Μόνη στο μεγάλο πεζοδρόμιο, κάτω από τα δέντρα, δίπλα από τις εξωφρενικές ταχύτητες και τον ήχο των προσπεράσεων, το στιχάκι δυναμώνει. Ξεγλιστράει απ' τα χείλη μου, αφήνεται στην απαλή αύρα. Τώρα θα χορεύει εκεί, πάνω απ' τα σύννεφα.
Υπάρχουν φορές που συμβαίνουν απρόσμενα πράγματα. Δε χρειάζεται να τα εξηγήσεις.


 Δέκα Λεύκες
μουσική Νίκος Ξυδάκης, ποίηση Θοδωρής Γκόνης